- σαρκοφαγώ
- σαρκοφαγῶ, -έω, ΝΑ [σαρκοφάγος]είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκεςαρχ.1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῡσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)*2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» — κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκοφάγῳ — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)